-
1 παρακαταθήκη
παρακαταθήκηdeposit: fem nom /voc sg (attic epic ionic)——————παρακαταθήκηdeposit: fem dat sg (attic epic ionic) -
2 παρακαταθηκη
ἥ1) сданная на хранение ценность(παρακαταθήκην καταθέσθαι παρά τινι Lys. и ἀποδιδόναι τινί Sext.)
χρυσίου π. Plat. — сданное на хранение золото;π. τῆς τραπέζης Dem. — банковский вклад2) вверенное (чьему-л.) попечениюτινὰ παρακαταθήκην δέχεσθαι Her. — принять попечение над кем-л.;
οἱ τέν τῶν νόμων παρακαταθήκην ἔχοντες Aeschin. — те, кому вверено попечение о законах -
3 παρακαταθήκη
παρακαταθήκη ηчасть Честного Тела Господня, которую преподает епископ рукополагаемому священнику после совершения Божественной ЕвхаристииΗ εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > παρακαταθήκη
-
4 παρακαταθήκη
παρακαταθήκη, ης, ἡ (παρακατατίθημι; Hdt. et al. This is the real Attic form [s. παραθήκη], but is also found in Aristot., EN 5, 8, 5, 1135b, 4; Polyb. 5, 74, 5; Diod S 4, 58, 6; 15, 76, 1; Plut., Anton. 924 [21, 4]; Aelian, VH 4, 1; Vett. Val. p. 60, 21; ApcEsdr 6:3 p. 31, 7 Tdf. al. [in sense of ‘soul’]; Philo, Spec. Leg. 4, 30–38; Jos., Bell. 3, 372, Ant. 4, 285; ins, pap, LXX) someth. given for safekeeping, deposit 1 Ti 6:20; 2 Ti 1:14, both v.l. (for παραθήκην. Used w. φυλάσσω as Socrat., Ep. 28, 6. S. Mishnah: Baba Metzia 3; cp. Ps.-Phocyl. 13 παρθεσίην τήρειν, πίστιν δʼ ἐν πᾶσι φυλάσσειν ‘keep watch over a deposit, and in everything observe fidelity’; other reff. PvanderHorst, The Sentences of Phocylides ’78, 120–21); Hm 3:2.—S. DELG s.v. τίθημι. M-M. TW. Sv.Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > παρακαταθήκη
-
5 παρακαταθήκῃ
Βλ. λ. παρακαταθήκη -
6 παρακαταθήκη
{сущ., 2}залог, вклад, преданное или вверенное на хранение или попечение.Ссылки: 1Тим. 6:20; 2Тим. 1:14.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > παρακαταθήκη
-
7 παρακαταθήκη
{сущ., 2}залог, вклад, преданное или вверенное на хранение или попечение.Ссылки: 1Тим. 6:20; 2Тим. 1:14.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > παρακαταθήκη
-
8 παρακαταθήκη
η1) вклад (денег в банк и т. п.); сдача (на хранение); 2) (резервный) фонд; запас -
9 παρακαταθήκη
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > παρακαταθήκη
-
10 παρακαταθήκη
-ης + ἡ N 1 2-0-0-0-4=6 Ex 22,7.10; TobBA 10,13; 2 Mc 3,10.15;Cf. HORSLEY 1982, 85; LE BOULLUEC 1989, 226; PRIJS 1948, 2-3 -
11 παρακαταθήκη
παρακατα-θήκη, ἡ,A deposit of money or property entrusted to one's care, Hdt.5.92.ή; αἱ τῶν χρημάτων π. Isoc.1.22
; π. Ἀθηναίας, i.e. deposited in her temple, IG22.1407.42; π. ἔχειν ib.12.116.16, Th.2.72, cf. Anaxandr.55.1;π. χρυσίου ἢ ἀργυρίου δεξάμενος Pl.R. 442e
;π. καταθέσθαι παρά τινι Lys.32.16
, cf. 5; ἀποδιδόναι to restore it, Arist. EN 1135b7; ἀποστερῆσαι to withhold it, Id.Rh. 1383b21; ἐν π. δοθῆναι, ἔχειν, Plb.5.74.5, Mitteis Chr. 372 vi 19 (ii A. D.); αἱ π. τῆς τραπέζης banking deposits, D.36.6: metaph., ταῦτ' (sc. τοὺς νόμους)ἔχεθ'.. παρὰ τῶν ἄλλων ὡσπερεὶ π. Id.21.177
;οἱ τὴν τῶν νόμων π. ἔχοντες Aeschin.1.187
.2 of persons entrusted to guardians, ward,Ἀπόλλωνα παρὰ Ἴσιος π. δεξαμένη Hdt.2.156
; of children, D.28.15; of persons under the protection of the state, sacred trust, Din.1.9. (Cf. παρκαθήκα.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρακαταθήκη
-
12 παρακαταθήκη
παρα-κατα-θήκη, ἡ, das bei einem Niedergelegte, bes. das ihm anvertraute Geld; übh. das Anvertraute -
13 παρακαταθήκη
reserveΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > παρακαταθήκη
-
14 παρακαταθήκαις
παρακαταθήκηdeposit: fem dat pl -
15 παρακαταθήκην
παρακαταθήκηdeposit: fem acc sg (attic epic ionic) -
16 παρακαταθήκης
παρακαταθήκηdeposit: fem gen sg (attic epic ionic) -
17 παρακαταθήκας
παρακαταθήκᾱς, παρακαταθήκηdeposit: fem acc plπαρακαταθήκᾱς, παρακαταθήκηdeposit: fem gen sg (doric aeolic) -
18 παραθήκη
παραθήκη, ης, ἡ (Hdt. et al.; Plato Comicus [V/IV B.C.], Fgm. 158 K.; Polyb. 33, 6, 4; 9; Sext. Emp., Hyp. 3, 25, 189; Vett. Val. 39, 16; 67, 24; ins, pap, LXX; TestBenj 12:2; Ps.-Phoc. 135.—Instead of this, Attic prose has παρακαταθήκη; cp. Phryn. p. 312 Lob.; Nägeli 27) property entrusted to another, deposit (cp. our ‘to lay by’) in imagery (so as early as Hdt. 9, 45 ἔπεα; also Sextus 21, the soul), in our lit. only in the pastorals and always used w. φυλάσσειν, of the spiritual heritage entrusted to the orthodox Christian. τὴν π. φυλάσσειν guard what has been entrusted (acc. to CSpicq, S. Paul et la loi des dépôts: RB 40, ’31, 481–502 [also s. lit. below], a legal t.t.) 1 Ti 6:20; 2 Ti 1:12, 14 (in the first and last passages v.l. παρακαταθήκη, q.v.). JRanft, art. ‘Depositum’ in RAC III, 778–84; RLeonhard, art. ‘Depositum’, Pauly-W. V/1, 233–36; WBarclay, ET 69, ’58, 324–27.—DELG s.v. τίθημι. M-M. TW. Spicq. -
19 παρα-κατα-θήκη
παρα-κατα-θήκη, ἡ, das bei Einem Niedergelegte, bes. das ihm anvertraute Geld, δόμα μετὰ πίστεως, Plat. defin. 415 d, u. ἐνέχυρον in VLL. erklärt; übh. das Anvertrau'te; λαμβάνειν, δέξασϑαι, Her. 2, 156. 6, 86; ἔχειν, Thuc. 2, 72; χρυσίου δεξάμενος, Plat. Rep. IV, 442 e; oft bei Rednern, Lys. 8, 17. 32, 5; Isocr. 1, 22; Din. 1, 9; εὔορκος, Dem. 25, 11; οἱ τὴν τῶν νόμων ἔχοντες παρακαταϑήκην, Aesch. 1, 187; Arist. eth. 5, 8 u. oft; δοϑείσης ἐν παρακαταϑήκῃ τῆς Λαοδίκης, Pol. 5, 74, 5. – Auch = παρακαταβολή, Lob. Phryn. 313.
-
20 παρα-θήκη
παρα-θήκη, ἡ, 1) das Zugelegte od. die Zulage, der Zusatz, Sp. – 2) das bei Einem Niedergelegte, ihm Anvertrau'te, Pfand, Depositum, nach den Atticisten unattisch für παρακαταϑήκη; Her. 9, 45 παραϑήκην ὑμῖν τὰ ἔπεα τάδε τίϑεμαι; auch von Menschen, Geißel, 6, 73; Phocyl. 127 u. Sp.; s. Lob. zu Phryn. 312.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
παρακαταθήκη — deposit fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρακαταθήκῃ — παρακαταθήκη deposit fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρακαταθήκη — (Νομ.). Σύμβαση με την οποία ένα πρόσωπο, φυσικό ή νομικό, ονομαζόμενο θεματοφύλακας, παραλαμβάνει από ένα άλλο πρόσωπο (παρακαταθέτη) ένα κινητό πράγμα προς φύλαξη, με την υποχρέωση να το επιστρέψει μόλις ζητηθεί. Ως κινητά νοούνται όλα τα μη… … Dictionary of Greek
αλκαλική παρακαταθήκη — Το σύνολο των βάσεων που διαθέτει ο οργανισμός μας για να εξουδετερώνει την παρουσία στο αίμα οξέων ισχυρότερων από το ανθρακικό … Dictionary of Greek
παρακαταθηκῶν — παρακαταθήκη deposit fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρακαταθῆκαι — παρακαταθήκη deposit fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρακαταθήκαις — παρακαταθήκη deposit fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρακαταθήκην — παρακαταθήκη deposit fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρακαταθήκης — παρακαταθήκη deposit fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμανάτι — και αμανέτι, το 1. ενέχυρο, υποθήκη, παρακαταθήκη 2. πρόσωπο που εμπιστεύεται κανείς στη φροντίδα και επιμέλεια άλλου 3. (και μτφ. στη φράση) «έμεινα αμανάτι». [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. emanet «κατάθεση, παρακαταθήκη». ΠΑΡ. νεοελλ. αμανατιτζής] … Dictionary of Greek
μεσεγγύηση — (Νομ.). Ειδική μορφή παρακαταθήκης, με την οποία πράγμα κινητό ή ακίνητο, για το οποίο προβάλλουν δικαιώματα αμφισβητούμενα ή αβέβαια πολλά πρόσωπα, παραδίδεται για φύλαξη στην κατοχή τρίτου (μεσεγγυούχου), ώσπου να επιλυθεί η διαφορά. Η μ.… … Dictionary of Greek